Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τονάζ
1 εγγραφή
τονάζ το [tonáz] Ο (άκλ.) : χωρητικότητα ενός πλοίου σε τόνους.

[λόγ. < γαλλ. tonnage]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες