Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τομή
1 εγγραφή
τομή η [tomí] Ο29 : 1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του τέμνω. α. (ιατρ.) διαί ρεση των ιστών του σώματος με τα κατάλληλα όργανα, για να γίνει μια χειρουργική επέμβαση: Kαισαρική* ~. || το σημάδι που μένει στο σημείο όπου γίνεται η τομή. β1. (γεωμ.) το σύνολο των κοινών σημείων που έχουν δύο γραμμές, επιφάνειες ή στερεά, όταν τέμνονται μεταξύ τους. || ΦΡ χρυ σή* ~. β2. σχεδιάγραμμα οικοδομής, μηχανής κτλ. που τέμνεται υποθετι κά από επίπεδο, για να φαίνεται το εσωτερικό της: ~ κατά μήκος / κατά πλάτος. Οριζόντια / κάθετη ~. γ. (μετρ.) το σταμάτημα της φωνής όταν απαγγέλλουμε έναν οπωσδήποτε μεγάλο στίχο, σε ένα σημείο του κοντά στη μέση, ώστε να χωρίζεται σε δύο άλλους μικρότερους. || η θέση όπου γίνεται το χώρισμα. 2. (μτφ.) ριζική ανανέωση σε έναν τομέα της ανθρώπινης γνώσης ή δραστηριότητας: H Γαλλική Επανάσταση έκανε βαθιές τομές στην κοινωνική δομή του κράτους.

[λόγ.: 1α: αρχ. τομή· 1γ: ελνστ. σημ.· 1β: σημδ. γαλλ. coupe, section· 2: σημδ. γερμ. Εinschnitt]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες