Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τοιχοκόλληση
1 εγγραφή
τοιχοκόλληση η [tixokólisi] Ο33 : η ενέργεια του τοιχοκολλώ: H ~ επιτρέπεται σε χώρους που ορίζει ο δήμος. H ~ των αποτελεσμάτων. H ~ δικαστικού εντάλματος. || τοιχοκολλημένο έντυπο: Είδα / διάβασα την ~.

[λόγ. τοιχοκολλη- (τοιχοκολλώ) -σις > -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες