Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τιτλοφορώ
1 εγγραφή
τιτλοφορώ [titloforó] -ούμαι Ρ10.9 : δίνω, βάζω τίτλο σε ένα σύγγραμμα, σε ένα λογοτεχνικό ή καλλιτεχνικό έργο. || (για πρόσ. στη μπε.) ο τιτλοφορούμενος, ο επονομαζόμενος.

[λόγ. τίτλ(ος) -ο- + -φορώ απόδ. γαλλ. intituler, s΄intituler]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες