Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τιμητικός
1 εγγραφή
τιμητικός -ή -ό [timitikós] Ε1 : 1. που γίνεται, απονέμεται ή συγκροτείται για να τιμηθεί κάποιο σπουδαίο συνήθ. πρόσωπο: Tιμητική εκδήλωση / πομπή / φρουρά. Tιμητικό άγημα. ~ τόμος*. ~ τίτλος, χωρίς να ασκείται η σχετική εξουσία ή το σχετικό λειτούργημα. Tιμητική διάκριση, που απονέμεται σε πρόσωπο ή σε έργο πνευματικής δημιουργίας. Είναι πολύ τιμητικό για μένα να συνεργαστώ μαζί σας. 2. (ως ουσ.) η τιμητική: α. εκδήλωση για να τιμηθεί κάποιος, συνήθ. ένας σπουδαίος ηθοποιός· (πρβ. ευεργετική). (έκφρ.) έχω την τιμητική μου, για κπ. ή για κτ. που βρίσκεται στο κέντρο του ενδιαφέροντος: Στις γιορτές τα ανθοπωλεία έχουν την τιμητική τους. || (πειραχτικά) όταν μου συμβαίνουν πολλές μικρές ατυχίες ή αναποδιές· ΣYN έκφρ. έχω την ευεργετική μου. β. άδεια που δίνεται σε στρατιώτη ως ανταμοιβή, τιμητικά. τιμητικά ΕΠIΡΡ: Tου έδωσαν ~ τον τίτλο του προέδρου.

[λόγ. < ελνστ. τιμητικός `που τιμά΄, αρχ. σημ.: `που καθορίζει πρόστιμο΄ & σημδ. γαλλ. d΄honneur]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες