Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τηρώ
1 εγγραφή
τηρώ [tiró] -ούμαι Ρ10.9 : 1α. δεν παραβαίνω κτ.: ~ τους νόμους. || κρα τώ: Δεν τήρησε το λόγο του. Yποσχέσεις που δεν τηρήθηκαν. Θα τηρηθεί σειρά προτεραιότητας. || (λόγ.) διατηρώ, διαφυλάσσω: ~ τις παραδό σεις / τα έθιμα. (έκφρ.) ~ / κρατώ τα προσχήματα*. β. κρατώ: ~ καλή / κακή / επιφυλακτική / ουδέτερη / αμερόληπτη στάση. ΦΡ ~ σιγήν ιχθύος*. (έκφρ.) ~ ενός λεπτού σιγή*. (λόγ.) τηρουμένων των αναλογιών*. 2. κρατώ, σε περιφράσεις που δηλώνουν την εκτέλεση ενός καθήκοντος, ενός έργου: H αστυνομία τηρεί την τάξη. ~ τα λογιστικά βιβλία μιας εταιρείας.

[λόγ.: 1: αρχ. τηρῶ· 2: σημδ. γαλλ. garder]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες