Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- τηλεθέρμανση η [tileθérmansi] Ο33 : παροχή θέρμανσης με ειδικό δίκτυο αγωγών που μεταφέρουν νερό το οποίο θερμαίνεται σε λέβητες μακριά από το χώρο κατανάλωσης: H Kοζάνη και η Πτολεμαΐδα θερμαίνονται σήμερα με ~.
[λόγ. τηλε- + θέρμαν(σις) -ση μτφρδ. γερμ. Fernheizung ή αγγλ. tele-heating (tele- = τηλε-)]