Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τηλεβόας
1 εγγραφή
τηλεβόας ο [tilevóas] Ο2 : φορητό μεταλλικό όργανο με κωνικό σχήμα, που τοποθετείται μπροστά στο στόμα και ενισχύει τη φωνή, ώστε να ακούγεται σε αρκετά μεγάλη απόσταση: Ο ~ καραβιού. Hλεκτρικός ~, τρόμπα μαρίνα.

[λόγ. < αρχ. Τηλεβόας (κύρ. όν.) `που η φω νή του φτάνει μακριά΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες