Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τηλαυγής
1 εγγραφή
τηλαυγής -ής -ές [tilavjís] Ε10 : (λόγ.) που φωτίζει μακριά, κυρίως στην έκφραση φάρος* ~.

[λόγ. < αρχ. τηλαυγής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες