Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τηλέμετρο
1 εγγραφή
τηλέμετρο το [tilémetro] Ο40 : (τεχν.) όργανο για τη μέτρηση μεγάλων αποστάσεων, που χρησιμοποιείται στην τοπογραφία, στη ναυσιπλοΐα, σε στρατιωτικές εφαρμογές κτλ.

[λόγ. < γαλλ. télémètre < télé- = τηλε- + -mètre = -μέτρον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες