Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τζούρα
1 εγγραφή
τζούρα η [dzúra] Ο25α : α. (οικ.) ρουφηξιά τσιγάρου ή ναρκωτικού: Δώσε μου κι εμένα μια ~. β. (προφ.) για μικρή ποσότητα υγρού· γουλιά: Ούτε δυο τζούρες καφέ δεν πρόλαβα να πιω. γ. (λαϊκότρ.) κατακάθι υγρού. τζουρίτσα η YΠΟKΟΡ.

[< μσν. ζούρα (στη σημ. γ) ( [z > dz] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [tin-z > tin-dz] με ανάπτ. [d] ανάμεσα στο [n] και το [z] για διευκόλυνση της άρθρ.) < σούρα 1 (ηχηροπ. του αρχικού [s > z] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [tin-s > tin-z] )· τζούρ(α) -ίτσα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες