Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τζιράρω
1 εγγραφή
τζιράρω [dziráro] Ρ6α : (οικ.) κάνω έναν εμπορικό κύκλο εργασιών, κινώ το χρήμα.

[τζίρ(ος) -άρω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες