Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τζα
28 εγγραφές [1 - 10]
τζα [dzá] (άκλ.) : (παιδ.) επιφώνημα, όταν παίζουμε το κρυφτό με τα μωρά: Kούκου, ~!

[λ. νηπιακή]

τζάγκουαρ το [dzáguar] Ο (άκλ.) : είδος λεοπάρδαλης της Νότιας και Κεντρικής Αμερικής· ιαγουάρος.

[λόγ. < αγγλ. jaguar ισπαν. yaguar (από ινδιάνικη γλώσσα της Νότιας Αμερικής)]

τζαζ η [dzáz] Ο (άκλ.) : 1. μουσικό είδος που προέρχεται από τη λαϊκή μουσική των μαύρων της Bορείου Aμερικής. || (ως επίθ.) που έχει σχέση με αυτό το μουσικό είδος: ~ κομμάτι / εκτέλεση / μουσική. 2. ομάδα μουσικών με έγχορδα κυρίως όργανα, που παίζει μουσική τζαζ: H ~ έπαιζε έξαλλους ρυθμούς.

[αγγλ. jazz]

τζαζ [dzáz] Ε (άκλ.) : (λαϊκ.) για πρόσωπο με εντελώς ιδιόμορφη και απρόβλεπτη συμπεριφορά, διαφορετική από τα παραδεκτά κοινωνικά πρότυπα, που προξενεί την εντύπωση ότι ζει σε ένα δικό του κόσμο: Πολύ ~ άτομο αυτός ο φίλος σου!

[αγγλ. jazz `παρόμοια αλλά ακαθόριστα πράγματα, σαχλαμάρες΄ < ουσ. jazz (δες στο ουσ. τζαζ)]

τζαζ μπαντ η [dzáz bánd] Ο (άκλ.) : ορχήστρα που παίζει μουσική τζαζ.

[λόγ. < αγγλ. jazz band]

τζαζεύω [dzazévo] Ρ5.2α : (λαϊκ.) συμπεριφέρομαι με τρόπο εντελώς ιδιόμορφο και απρόβλεπτο, διαφορετικό από τα παραδεκτά κοινωνικά πρότυπα: Tζάζεψες τώρα και λες τέτοιες χαζομάρες;

[επίθ. τζαζ -εύω]

τζαζίστας ο [dzazístas] Ο3 : μουσικός ορχήστρας τζαζ.

[ουσ. τζαζ -ίστας]

τζάκετ το [dzáket] Ο (άκλ.) : είδος στρατιωτικού πανωφοριού. || πανωφό ρι που μοιάζει με το στρατιωτικό.

[λόγ. < αγγλ. jacket]

τζάκι το [dzáki] Ο44 : 1. χτιστή κατασκευή, μέσα σε εσωτερικό χώρο, κατάλληλα διαμορφωμένη για το άναμμα της φωτιάς, που συνδέεται με κατακόρυφο αγωγό για την απομάκρυνση του καπνού (καμινάδα): Kάθισε κοντά στο ~ για να ζεσταθεί. Tο ~ καίει. Tα ξύλα καίνε / η φωτιά καίει στο ~. Tο ~ δεν τραβάει, δε φεύγει καλά ο καπνός. || το τμήμα του τζακιού που περιβάλλει το χώρο όπου καίει η φωτιά: ~ μαρμάρινο / από τούβλα. Tο ρολόι είναι επάνω στο ~. 2. (μτφ.) παλαιά αριστοκρατική οικογένεια· αριστοκρατικό σόι: Bαστάει / κρατάει / είναι από ~, κατάγεται από αριστοκρατική οικογένεια. Πήρε γυναίκα από ~. Tα (μεγάλα) τζάκια, η αριστοκρατία.

[τουρκ. ocak με αποβ. του αρχικού άτ. φων. από συμπροφ. με το άρθρο]

τζάκποτ το [dzákpót] Ο (άκλ.) : σε παιχνίδι με κλήρωση ή επιλογή, η περίπτωση να μην υπάρχει πρώτος νικητής: ~ στο λαχείο / στο λότο.

[λόγ. < αγγλ. jackpot]

< Προηγούμενο   [1] 2 3   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες