Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τζίφος
1 εγγραφή
τζίφος ο [dzífos] Ο18 : (οικ., ως επιφ.) αποτυχία, αποτέλεσμα μηδέν: ~! ~ η υπόθεση!

[ίσως αραβ. zifa]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες