Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τζάουλ
1 εγγραφή
τζάουλ το [dzául] Ο (άκλ.) : (φυσ.) μονάδα για τη μέτρηση της ενέργειας.

[λόγ. < αγγλ. joule < ανθρωπων. Joule (όν. Άγγλου φυσικού)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες