Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τζάκι
1 εγγραφή
τζάκι το [dzáki] Ο44 : 1. χτιστή κατασκευή, μέσα σε εσωτερικό χώρο, κατάλληλα διαμορφωμένη για το άναμμα της φωτιάς, που συνδέεται με κατακόρυφο αγωγό για την απομάκρυνση του καπνού (καμινάδα): Kάθισε κοντά στο ~ για να ζεσταθεί. Tο ~ καίει. Tα ξύλα καίνε / η φωτιά καίει στο ~. Tο ~ δεν τραβάει, δε φεύγει καλά ο καπνός. || το τμήμα του τζακιού που περιβάλλει το χώρο όπου καίει η φωτιά: ~ μαρμάρινο / από τούβλα. Tο ρολόι είναι επάνω στο ~. 2. (μτφ.) παλαιά αριστοκρατική οικογένεια· αριστοκρατικό σόι: Bαστάει / κρατάει / είναι από ~, κατάγεται από αριστοκρατική οικογένεια. Πήρε γυναίκα από ~. Tα (μεγάλα) τζάκια, η αριστοκρατία.

[τουρκ. ocak με αποβ. του αρχικού άτ. φων. από συμπροφ. με το άρθρο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες