Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- τεϊοποτείο το [teiopotío] Ο39 : (λόγ.) κατάστημα στο οποίο σερβίρεται τσάι.
[λόγ. τέι(ον) -ο- + αρχ. -πότ(ης) κατά το αρχ. ὑδροπότης `που πίνει νερό΄ -είον μτφρδ. τουρκ. çayhane]