Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- τετρα- [tetra] & τετρά- [tetrá], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & τετρ- [tetr] συνήθ. πριν από [a] : α' συνθετικό σε σύνθετα ονόματα και τα παράγωγά τους. 1. προσδίδει την έννοια του αριθμού τέσσερα στο β' συνθετικό: ~θέσιος, ~σέπαλος, ~σέλιδος, ~σύλλαβος, τετράτομος, τετράχορδος, τετράχρωμος, που έχει τέσσερα σέπαλα, τέσσερις σελίδες κτλ. || τέσσερις φορές: τετράδιπλος. 2. επιτείνει τη σημασία του β' συνθετικού: ~δύστυχος, τετράξανθος, τετράπαχος, τετράπλατος, τετράψηλος, πάρα πολύ δυστυχισμένος, ξανθός κτλ.
[αρχ. & λόγ. < αρχ. τετρ(α)- (< τέτταρα = τέσσερα) ως α' συνθ.: αρχ. τετρά-γωνος (σημ. 2: σύγκρ. τρισ-)]



