Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- τετραρχία η [tetrarxía] Ο25 : το ένα τέταρτο καθεμιάς από τις ανατολικές επαρχίες του ρωμαϊκού κράτους, που το διοικούσε ο τετράρχης. || στην εποχή του Διοκλητιανού, η συνδιοίκηση του ρωμαϊκού κράτους από τέσσερις αυτοκράτορες.
[λόγ. < αρχ. τετραρχία]