Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- τετράστιχος -η -ο [tetrástixos] Ε5 : (συνήθ. ως ουσ.) το τετράστιχο, στρο φή που αποτελείται από τέσσερις στίχους.
[λόγ. < ελνστ. τετράστιχος `με τέσσερις σειρές΄]