Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- τερματοφύλακας ο [termatofílakas] Ο5 : παίχτης ποδοσφαίρου, υδατοσφαίρισης, χάντμπολ κτλ., που υπερασπίζεται το τέρμα από τις επιθέσεις της αντίπαλης ομάδας.
[λόγ. τερματ- (τέρμα) -ο- + -φύλακας μτφρδ. αγγλ. goalkeeper]