Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τερατογόνος
1 εγγραφή
τερατογόνος -ος / -α -ο [teratoγónos] Ε14 : που προκαλεί τερατογένεση: ~ δράση ενός φαρμάκου. Tερατογόνες ουσίες.

[λόγ. < ελνστ. τερατογόνος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες