Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τεράστιος
1 εγγραφή
τεράστιος -α -ο [terástios] Ε6 : που είναι υπερβολικά μεγάλος: α. σε διαστάσεις: Tεράστιες φλόγες έζωσαν το κτίριο. Ένας ~ άνθρωπος, πολύ ψηλός. β. σε ποσότητα: Έχει τεράστια περιουσία. Έργα που στοίχισαν τεράστια ποσά. || Άνθρωπος με τεράστια μόρφωση / πείρα. Γεγονός με τεράστια σημασία / με τεράστιο ενδιαφέρον. τεράστια ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. τεράστιος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες