Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τενεκετζής
1 εγγραφή
τενεκετζής ο [tenekedzís] Ο8 : (οικ.) λευκοσιδηρουργός.

[τουρκ. tenekeci ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες