Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τεμπεσίρι
1 εγγραφή
τεμπεσίρι το [tembesíri] Ο44 : (λαϊκότρ.) κιμωλία.

[τουρκ. tebeşir (από τα περσ.) ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες