Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τεθωρακισμένος
1 εγγραφή
τεθωρακισμένος -η -ο [teθorakizménos] Ε3 : (στρατ.) που έχει μεταλλι κή, συνήθ. χαλύβδινη επένδυση για να μην τον διαπερνούν τα βλήματα: Tεθωρακισμένο όχημα. Tεθωρακισμένα άρματα, τα τανκς. || Tεθωρακισμένη μεραρχία / ταξιαρχία, που οι βασικές της μονάδες έχουν ως κύριο οπλισμό τα άρματα. || (ως ουσ.) τα τεθωρακισμένα, όπλο του στρατού ξηράς που περιλαμβάνει στρατιωτικές μονάδες με κύριο οπλισμό άρματα και τεθωρακισμένα οχήματα: Yπηρετεί στα τεθωρακισμένα. Λοχαγός τεθωρακισμένων, ίλαρχος. Tαγματάρχης τεθωρακισμένων, επίλαρχος.

[λόγ. < αρχ. τεθωρακισμένος `βαριά οπλισμένος οπλίτης΄ μππ. του θωρακίζω σημδ. αγγλ. armoured]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες