Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τεθλιμμένος
1 εγγραφή
τεθλιμμένος -η -ο [teθliménos] Ε3 : (λόγ.) θλιμμένος1, συνήθ. σε αγγελτήριο θανάτου: Οι τεθλιμμένοι συγγενείς.

[λόγ. μππ. του θλίβομαι μτφρδ. του λαϊκού θλιμμένος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες