Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- τεθλασμένος -η -ο [teθlazménos] Ε3 : (γεωμ.) τεθλασμένη γραμμή, και ως ουσ., η τεθλασμένη, που αποτελείται από ευθείες χωρίς να είναι η ίδια ευθεία: H ευθεία είναι συντομότερη από την τεθλασμένη. (λόγ.) ΦΡ διά της τεθλασμένης (οδού), με πλάγια μέσα· ΣYN ΦΡ διά της πλαγίας οδού.
[λόγ. < ελνστ. τεθλασμένη `σπασμένη΄ μππ. του αρχ. θλῶ `σπάω΄ σημδ. γαλλ. (ligne) brisée]