Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ταχύμετρο
1 εγγραφή
ταχύμετρο το [taxímetro] Ο42 : 1. γωνιομετρικό όργανο των τοπογράφων. 2. ταχόμετρο. 3. είδος ναυτικού οργάνου· δρομόμετρο.

[λόγ.: 2, 3: γαλλ. tachymètre < tachy- = ταχυ- + -mètre = -μετρο· 1: αγγλ. tachymeter]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες