Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ταχυθερμοσίφωνας
1 εγγραφή
ταχυθερμοσίφωνας ο [taxiθermosífonas] Ο5 : θερμοσίφωνας που ζεσταίνει πολύ γρήγορα το νερό.

[λόγ. ταχυ- + θερμοσίφωνας]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες