Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ταχυδρόμος ο [taxiδrómos] Ο18 : υπάλληλος του ταχυδρομείου που μοιράζει επιστολές, έντυπα κτλ.· ταχυδρομικός διανομέας: Tις Kυριακές δεν περνάει ~. (έκφρ.) ο φτερωτός ~, το περιστέρι.
[λόγ. < ελνστ. ταχυδρόμος]