Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ταχυδρόμος
1 εγγραφή
ταχυδρόμος ο [taxiδrómos] Ο18 : υπάλληλος του ταχυδρομείου που μοιράζει επιστολές, έντυπα κτλ.· ταχυδρομικός διανομέας: Tις Kυριακές δεν περνάει ~. (έκφρ.) ο φτερωτός ~, το περιστέρι.

[λόγ. < ελνστ. ταχυδρόμος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες