Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ταφόπλακα
1 εγγραφή
ταφόπλακα η [tafóplaka] Ο27α : πλάκα που καλύπτει έναν τάφο· ταφόπετρα.

[τάφ(ος) -ο- + πλάκα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες