Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ταυρομάχος
1 εγγραφή
ταυρομάχος ο [tavromáxos] Ο18 : αυτός που αγωνίζεται με τον ταύρο στην αρένα: Οι ταυρομάχοι αγωνίζονται πεζοί ή έφιπποι.

[λόγ. ταυ ρο(μαχία) -μάχος (αναδρ. σχημ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες