Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- Tαρτούφος ο [tartúfos] Ο18 : σε μετωνυμία, για άνθρωπο υποκριτή που, ενώ είναι ανήθικος, προσπαθεί να παρουσιάσει τον εαυτό του ως υπόδειγ μα ηθικής.
[λόγ. < γαλλ. Tartufe όν. ήρωα του ομώνυμου έργου του Μολιέ ρου < ιταλ. tartufo πρόσωπο της ιταλ. κωμωδίας (κατά το ιταλ. έτυμο) -ς]