Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ταρτουφισμός
1 εγγραφή
ταρτουφισμός ο [tartufizmós] Ο17 : η συμπεριφορά του ταρτούφου· υποκρισία.

[λόγ. ταρτούφ(ος) -ισμός απόδ. γαλλ. tartuferie]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες