Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ταρτάν
1 item total
ταρτάν το [tartán] Ο (άκλ.) : συνθετικός τάπητας που χρησιμοποιείται σε αθλητικές εγκαταστάσεις στίβου.

[λόγ. < ισπαν. Tartan σήμα κατατ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go