Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ταρατατζούμ [taratadzúm] (άκλ.) : ηχομιμητική λέξη που αποδίδει τον ήχο του τυμπάνου. || (μτφ., ειρ.) για να δηλώσουμε συνθήκες κραυγαλέας επίδειξης ή φανφαρονισμού.
[ηχομιμ.]