Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ταρίχευση
1 εγγραφή
ταρίχευση η [taríxefsi] Ο33 : 1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ταριχεύω· (πρβ. βαλσάμωμα): Οι αιγυπτιακές μούμιες διατηρούνται έως σήμερα χάρη στην τέλεια ταρίχευσή τους. 2. (παρωχ.) πάστωμα.

[λόγ. < αρχ. ταρίχευ(σις) -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες