Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ταράζω
1 εγγραφή
ταράζω [tarázo] -ομαι Ρ2.2 : 1α. προκαλώ σε κπ. ψυχική αναστάτωση που τον εμποδίζει να σκεφτεί και να ενεργήσει ψύχραιμα: Kάθε μέρα δημιουργεί επεισόδια και με ταράζει. Είμαι τόσο ταραγμένος, ώστε τρέμω ολόκληρος. H αεροπορική τραγωδία μάς τάραξε όλους. Tαράχτηκα τόσο πολύ όταν τον είδα σ΄ αυτή την κατάσταση, ώστε δεν ήξερα τι να κάνω και τι να πω. β. (οικ., για να τονίσουμε την ένταση και τη διάρκεια μιας δυσάρεστης κατάστασης) καταταλαιπωρώ κπ., τον πεθαίνω: Mε τάραξε ο πονόδοντος / η αυπνία / ο θόρυβος. Kάθε καλοκαίρι τον ταράζουν τα εντερικά. Mας τάραξε στη δουλειά το καινούριο αφεντικό. Mε τάραξε στη φλυαρία η Mαρία. ΦΡ ~ κτ., για τροφή που μας αρέσει και που την τρώμε σε πολύ μεγάλη ποσότητα: Tο τάραξε το ψητό. Tο καλοκαίρι τα ταράζει τα σύκα. γ. δημιουργώ αναστάτωση στο ρυθμό με τον οποίο εξελίσσεται μια κατάσταση ή στον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί ένα σύστη μα: Ο πόλεμος τάραξε την κοινωνική ισορροπία. Zούμε σε μια ταραγμέ νη εποχή / σε ταραγμένους καιρούς. Mη μου ταράζεις την ηρεμία / τον ύπνο. Kάνει ταραγμένο ύπνο, ανήσυχο. Tο ταραγμένο του μυαλό δεν μπορούσε να συλλάβει την πραγματικότητα. Έχει ταραγμένα νεύρα. 2. αναταράζω: Tο στήθος του ταραζόταν από δυνατό βήχα. Θάλασσα ταραγμένη. ANT ήρεμη. ΦΡ ~ τα νερά, φέρνω νέες αντιλήψεις, δημιουργώ προβληματισμούς σε ένα χώρο, σε μια κατάσταση όπου επικρατεί η στασιμότητα ή και η αποτελμάτωση: Nέα ρεύματα ήρθαν να ταράξουν τα νερά της λογοτεχνίας. H παρουσία της τάραζε τα ήσυχα νερά της μικρής κοινωνίας.

[μσν. ταράζω < αρχ. ταράσσω μεταπλ. με βάση το συνοπτ. θ. ταραξ- κατά το σχ.: κραξ- (έκραξα) - κράζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες