Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ταοϊσμός
1 εγγραφή
ταοϊσμός ο [taoizmós] Ο17 : παλαιά κινέζικη ηθική και θρησκευτική διδασκαλία.

[λόγ. < γαλλ. taoisme < tao (από τα κινέζικα) -isme = -ισμός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες