Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ταξιδιώτης
1 εγγραφή
ταξιδιώτης ο [taksiδjótis] Ο10 θηλ. ταξιδιώτισσα [taksiδjótisa] Ο27 : αυτός που ταξιδεύει: Οι ταξιδιώτες έφτασαν χωρίς ταλαιπωρίες στον προορισμό τους. || (μτφ.): Είμαστε ταξιδιώτες σ΄ αυτήν τη ζωή, περαστικοί.

[ταξίδ(ι) -ιώτης· ταξιδιώτ(ης) -ισσα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες