Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ταμπόν
2 εγγραφές [1 - 2]
ταμπόν το [tabón & tambón] Ο (άκλ.) : 1. μικρός κύλινδρος από βαμβάκι ή γάζα που τοποθετείται σε κοιλότητες του σώματος που αιμορραγούν, για να εμποδίζει τη ροή του αίματος: Έβαλε ένα ~ στη μύτη του για να σταματήσει την αιμορραγία. 2. μικρό κουτί εφοδιασμένο με ύφασμα ποτισμένο με μελάνι, όπου πιέζουν τη σφραγίδα για να τη μελανώσουν. 3. ξύλινο ή μεταλλικό αντικείμενο με κυρτή βάση, καλυμμένη με απορροφητι κό χαρτί (στυπόχαρτο), που το χρησιμοποιούσαν παλαιότερα όταν έγραφαν με πένα και μελάνι.

[λόγ. < γαλλ. tampon]

ταμπονάρω [tabonáro & tambonáro] Ρ6α : με τη βοήθεια ταμπόν ή γάζας και με διαδοχικές κατακόρυφες κινήσεις προσπαθώ να σταματήσω την αιμορραγία από μια πληγή ή να την καθαρίσω: Mην τρίβεις την πλη γή· ταμπονάρισέ την.

[ταμπόν -άρω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες