Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ταμπούρο
1 εγγραφή
ταμπούρο το [tambúro] Ο39 : (τεχν.) τύμπανοII3.

[γαλλ. tambour (de frein) -ο (αρχική σημ.: `ταμπούρλο΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες