Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ταμπλό
3 εγγραφές [1 - 3]
ταμπλό το [tabló] Ο (άκλ.) : ΣYN πίνακας. 1. ζωγραφικός πίνακας: Ένα ~ που παρίστανε ένα αγροτικό τοπίο στόλιζε το δωμάτιο. 2α. (τεχν.) επιφάνεια επάνω στην οποία είναι τοποθετημένα τα διάφορα όργανα ελέγχου ηλεκτρικών ή ηλεκτρονικών συσκευών ή εγκαταστάσεων: ~ διανομής ηλεκτρικού ρεύματος / τηλεφωνικού κέντρου. Tο ~ του αυτοκινήτου / του αεροπλάνου, που είναι τοποθετημένο μπροστά στον οδηγό ή στο χειριστή. β. ξύλινο πλαίσιο στη ρεσεψιόν του ξενοδοχείου για τα κλειδιά των δωματίων. γ. τετραγωνικό πλαίσιο επάνω στο οποίο στηρίζεται το καλάθι του μπάσκετ. ΦΡ παίζω σε δύο ~, παίρνω το μέρος δύο αντίθετων παρατάξεων, εκπροσωπώ δύο αντίθετες απόψεις, ώστε να επωφεληθώ από την επικράτηση είτε της μιας είτε της άλλης παράταξης ή άποψης.

[λόγ. < γαλλ. tableau]

ταμπλό βιβάν το [tabló viván] Ο (άκλ.) : αναπαράσταση μιας ιστορικής συνήθ. σκηνής με ζωντανά ακίνητα πρόσωπα, ώστε να δίνουν την εντύπω ση ζωγραφικού πίνακα: Στο πρόγραμμα της σχολικής γιορτής περιλαμβάνεται και ένα ~ με θέμα «Tο κρυφό σχολειό».

[λόγ. < γαλλ. tableau vivant]

ταμπλόιντ το [tablóid] Ο (άκλ.) : για εφημερίδα μικρού σχήματος. || εφημερίδα με το παραπάνω σχήμα που παρουσιάζει τις ειδήσεις με πολλές εικόνες και με πολλούς εντυπωσιακούς τίτλους. || (ως επίθ.).

[λόγ. < αγγλ. tabloid, αρχικά σήμα κατατ. για φάρμακα σε συμπυκνωμένη μορφή]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες