Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ταμπλάς
2 εγγραφές [1 - 2]
ταμπλάς 1 ο [tablás] & νταμπλάς 1 ο [dablás] Ο1 : λεπτό διακοσμητικό σανίδωμα που τοποθετείται σε ένα παχύτερο ξύλινο πλαίσιο.

[τουρκ. tabla `ξύλινος δίσκος, επιστύλιο΄ (από τα αραβ.) -ς· ηχηροπ. του αρχικού [t > d] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [ton-t > tond > ton-d] ]

ταμπλάς 2 ο & νταμπλάς 2 ο : α. (παρωχ.) συγκοπή, αποπληξία. β. αναπάντεχη μεγάλη στενοχώρια, συνήθ. στην έκφραση μου έρχεται ~, μένω οδυνηρά κατάπληκτος από απροσδόκητο δυσάρεστο γεγονός: Mόλις το άκουσε του ήρθε ~· ΣYN έκφρ. μου έρχεται κόλπος.

[ντ-: τουρκ. damla με ανάπτ. [b] ανάμεσα στο [m] και το [l] για διευκόλυνση της άρθρ.· τ-: αποηχηροπ. του αρχικού [d > t] αναλ. προς άλλες λ. με παρόμοια εναλλ.: τομάτα - ντομάτα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες