Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ταγιάρω
1 εγγραφή
ταγιάρω [tajáro] -ομαι Ρ6 : χαράζω σε κρυστάλλινες επιφάνειες διακοσμητικά σχέδια: Ποτήρι / βάζο ταγιαρισμένο, σκαλιστό· ταγέ.

[βεν. tagiar ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες