Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τίλιο
1 εγγραφή
τίλιο το [tílo] Ο39 : τα φύλλα και τα άνθη της φλαμουριάς καθώς και το ρόφημα που δίνουν όταν τα βράσουν· φλαμούρι.

[ιταλ. tiglio]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες