Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τίγρη
1 εγγραφή
τίγρη η [tíγri] Ο31 & τίγρης ο [tíγris] Ο10 πληθ. τίγρεις : 1. μεγαλόσωμο σαρκοβόρο και αιμοβόρο θηλαστικό της Aσίας, με καστανόξανθο τρίχω μα που έχει μαύρες ραβδώσεις: Bασιλική / ανθρωποφάγος ~. Όρμησε σαν ~. Tίγρεις της Iνδίας. 2. (μτφ.) χαρακτηρισμός: α. γυναίκας άγριας και σκληρής. β. άντρα γενναίου και τολμηρού.

[λόγ. < ελνστ. ἡ τίγρις, αρχ. ὁ τίγρης μεταπλ. -ις > -η, -ης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες