Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- τέιο το [téio] Ο40 : (λόγ.) τσάι.
[λόγ. < γαλλ. thé (από τα κινέζικα) -ον με προσθήκη του -ι- ίσως από το γαλλ. théine `ουσία που υπάρχει στο τσάι΄]
- τεϊοποτείο το [teiopotío] Ο39 : (λόγ.) κατάστημα στο οποίο σερβίρεται τσάι.
[λόγ. τέι(ον) -ο- + αρχ. -πότ(ης) κατά το αρχ. ὑδροπότης `που πίνει νερό΄ -είον μτφρδ. τουρκ. çayhane]