Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τάλια
2 εγγραφές [1 - 2]
τάλια η [tála] & τάγια η [tája] Ο25α : (ραπτ.) το τμήμα του σώματος ανάμεσα στους ώμους και στους γοφούς και το αντίστοιχο τμήμα του ρούχου: Kοντή / μακριά ~.

[ιταλ. taglia· βεν. tagia]

ταλιατέλες οι [talatéles] Ο25α : είδος ζυμαρικού σε σχήμα λεπτής, μακριάς ταινίας· λαζάνια.

[ιταλ. tagliatelle (πληθ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες